- δαρβινιστής
- οοπαδός της θεωρίας του Δαρβίνου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δαρβινιστής — ο ο οπαδός τού δαρβινισμού … Dictionary of Greek
νεοδαρβινιστής — ο [δαρβινιστής] οπαδός τού νεοδαρβινισμού … Dictionary of Greek